γενειάδων

γενειάδων
γενειάς
beard
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μαυρίλα — η [μαύρος] 1. η ιδιότητα τού μαύρου, μαυράδα, μελανότητα («άσπροι καταρράχτες γενειάδων απάνω στη μαυρίλα τών ράσων», Παπαντ.) 2. μτφ. μεγάλο πένθος, μεγάλη συμφορά 3. συνεκδ. πολυάριθμη στρατιά εχθρού, όπως φαίνεται από μακριά όταν επέρχεται με… …   Dictionary of Greek

  • προσωπείο — Έτσι ονομάζεται το ψεύτικο πρόσωπο που κατασκευάζεται από διάφορα υλικά και σε διάφορα σχήματα, με μορφή ανθρώπου ή ζώου ή διαβολική, με χαρακτηριστικά σκόπιμα παραμορφωμένα, και χρησιμοποιείται για μαγικούς τελετουργικούς σκοπούς ή για τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”